- σταθμεία
- και σταθμία, ἡ, Α [σταθμός]η σύνθεση ενός υλικού μετά από ζύγιση τών συστατικών του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταθμεία — σταθμείᾱ , σταθμεία composition by weight fem nom/voc/acc dual σταθμείᾱ , σταθμεία composition by weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek